κουραμάνα

κουραμάνα
η
ο άρτος των στρατιωτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κουραμάνα — η 1. στρατιωτικό ψωμί 2. γεν. πιτυρούχο ψωμί δεύτερης ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”